Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι Ολυμπιακοί Αγώνες

  • 1 олимпийский

    олимпийский ολυμπιακός \олимпийскийие игры οι Ολυμπιακοί Αγώνες· τα Ολύμπια (в древней Греции)' \олимпийский чемпион о ολυμπιονίκης· \олимпийский огонь η ολυμπιακή φλόγα· \олимпийскийая медаль το ολυμπιακό μετάλλιο· \олимпийскийая эмблема το ολυμπιακό έμβλημα· \олимпийскийая деревня το ολυμπιακό χωριό
    * * *

    Олимпи́йские и́гры — οι Ολυμπιακοί Αγώνες; τα Ολύμπια ( в Древней Греции)

    олимпи́йский чемпио́н — ο ολυμπιονίκης

    олимпи́йский ого́нь — η ολυμπιακή φλόγα

    олимпи́йская меда́ль — το ολυμπιακό μετάλλιο

    олимпи́йская эмбле́ма — το ολυμπιακό έμβλημα

    олимпи́йская дере́вня — το ολυμπιακό χωριό

    Русско-греческий словарь > олимпийский

  • 2 игра

    -ы, πλθ. игры, игр θ.
    1. παιγνίδι (ως ψυχαγωγία)•

    игра как метод обучения το παιγνίδι σαν μέθοδος διδασκαλίας•

    игра в тнис το παιγνίδι της αντισφαίρισης•

    спортивные -ы οι αθλοπαιδιές•

    азартные -ы τυχερά παιγνίδια.

    || χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο.
    2. άθυρμα•

    детские -ы παιδικά παιγνίδια•

    распечатать -у ανοίγω το καινούριο παιγνίδι.

    3. πλθ. αγώνες•

    олимпийские -ы ολυμπιακοί αγώνες• κο•

    игра ринфские -ы τα Ισθμια.

    4. εκτέλεση (μουσικού έργου ή σκηνικού ρόλου), παίξιμο.
    5. παιγνίδι (με διάφορες σημασίες)•

    опасная игра επικίνδυνο παιγνίδι•

    политическя игра πολιτικό παιγνίδι•

    сейчас моя игра τώρα παίζω εγώ, είναι η δική μου σειρά να παίξω•

    эта игра не в счёт αυτό το παιγνίδι (φορά, χαρτωσιά κλπ.) δε λογίζεται, δεν πιάνεται•

    игра вина το άφρισμα του κρασιού•

    игра бриллиантов η μαρμαρυγή των διαμαντιών.

    εκφρ.
    игра воображения – αποκύημα φαντασίας•
    игра слов – λογοπαίγνιο, καλαμπούρι•
    игра природы – ιδιοτροπία της φύσης•
    случая ή судьбы – φορά της τύχης•
    биржевая - – το παίξιμο στο χρηματιστήριο•
    игра не стоит свеч – δεν αξίζει τον κόπο•
    играть ή вести большую -у – επιχειρώ μεγάλη υπόθεση (που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες).

    Большой русско-греческий словарь > игра

  • 3 игра

    игра
    ж
    1. τό παιγνίδι:
    \игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·
    2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:
    Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·
    3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο.

    Русско-новогреческий словарь > игра

  • 4 олимпийский

    олимп||и́йский
    прил ὁλυμπιακός:
    \олимпийскийййские игры а) о£ ὁλυμπιακοί ἀγῶνες, б) τά ὁλύμπια (в древней Греции)· ◊ \олимпийскийи́йское спокойствие ἡ ὀλυμπία ἀταραξία.

    Русско-новогреческий словарь > олимпийский

  • 5 олимпийский

    επ.
    ολύμπιος•

    олимпийский бог ολύμπιος θεός•

    -ое спокойство ολύμπια ηρεμία (αταραξία).

    εκφρ.
    - ие игры – ολυμπιακοί αγώνες• τα ολύμπια.

    Большой русско-греческий словарь > олимпийский

  • 6 игра

    1. (свободный ход детали) η ελευθερία κίνησης (του στοιχείου)
    το παίξιμο, разг. τα μπόσικα
    2. мат. το παιχνίδι
    το παίγνιο, статистическая - στατιστικό -
    3. (деятельность) το παιχνίδι
    - слов (лингв) το λογοπαίγνιο 4 (исполнение) (муз.
    театр) η εκτέλεση, το παίξιμο
    5. -Ы мн. (спортивные) οι αγώνες
    Олимпийские - Ολυμπιακοί -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > игра

  • 7 олимпиада

    θ.
    1. ολυμπιάδα (χρόνος τεσσάρων ετών μεταξύ δύο ολυμπιάδων).
    2. αγώνες ολυμπιακοί (διεθνείς).
    3. διαγωνισμός.
    εκφρ.
    победитель -ы – ολυμπιονίκης.

    Большой русско-греческий словарь > олимпиада

См. также в других словарях:

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • Ancient Olympic Games — The Olympic Games (Ancient Greek: τὰ Ὀλύμπια – ta Olympia; Modern Greek: Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες (Katharevousa), Ολυμπιακοί Αγώνες (Dimotiki) – Olympiakoi Agones) were a series of athletic competitions held for representatives of various city states of …   Wikipedia

  • Jeux olympiques — Pour les Jeux antiques, voir Jeux olympiques antiques. Infobox compétition sportive Jeux olympiques …   Wikipédia en Français

  • Δολομιτικές Άλπεις — Τμήμα των ανατολικών Άλπεων στη βόρεια Ιταλία, που εκτείνεται μεταξύ των κοιλάδων του ποταμού Ιζάρκο στα ΒΔ, Αδίγη στα Δ, Πιάβε στα Α και από την Τσίμα ντ’ Άστα στα Ν. Η ονομασία του οφείλεται στην παρουσία δολομίτη που, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»